Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νηκερδής
νήκεροι
νήκεστον
νηκουστέω
νήκουστος
νηλεής
νηλείτιες
νηλεόποινος
Νηλεύς
Νηλεύς
νηλής
νήλιπος
νῆμα
νημερτής
νηνεμίᾱ
νήνεμος
νῆνις
νηοπόλος
νηός
νηός
νηοσσόος
View word page
νηλής
νηλήςadjseeνηλεής

ShortDef

pitiless, ruthless

Debugging

Headword:
νηλής
Headword (normalized):
νηλής
Headword (normalized/stripped):
νηλης
IDX:
27166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27167
Key:
νηλής

Data

{'headword_display': '<b>νηλής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>νηλής</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>νηλεής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νηλής'}