Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰκέλιος
ἀικέως
ᾱ̓ῑκή
αἰκής
αἴλινον
αἷμα
αἱμακουρίᾱ
αἱμακτός
αἱμάς
αἱμασιᾱ́
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματίζω
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
View word page
αἱμασιώδης
αἱμασιώδηςεςadjof an enclosing walldry-stonePl.

ShortDef

like a αἱμασιά

Debugging

Headword:
αἱμασιώδης
Headword (normalized):
αἱμασιώδης
Headword (normalized/stripped):
αιμασιωδης
IDX:
2714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2715
Key:
αἱμασιώδης

Data

{'headword_display': '<b>αἱμασιώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱμασιώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an enclosing wall</Indic><Tr>dry-stone</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἱμασιώδης'}