Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεώρης
νεώριον
νεώς
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεροποιίᾱ
νεωτεροποιός
νεώτερος
νή
νῆα
νῆάδε
νηγάτεος
νήγρετος
νηδεής
View word page
νεωτερισμός
νεωτερισμόςοῦm desire or concerted movement for social changeinnovation, sedition, conspiracyPl. D. Plu.

ShortDef

innovation, revolutionary movement

Debugging

Headword:
νεωτερισμός
Headword (normalized):
νεωτερισμός
Headword (normalized/stripped):
νεωτερισμος
IDX:
27134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27135
Key:
νεωτερισμός

Data

{'headword_display': '<b>νεωτερισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νεωτερισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>desire or concerted movement for social change</Def><Tr>innovation, sedition, conspiracy</Tr><Au>Pl. D. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νεωτερισμός'}