Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεώνητος
νεώρης
νεώριον
νεώς
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεροποιίᾱ
νεωτεροποιός
νεώτερος
νή
νῆα
νῆάδε
νηγάτεος
νήγρετος
View word page
νεωτερικός
νεωτερικόςή όνadj of educationin one's youthPlb. of behaviour, ambitionsyouthfulPlb. Plu. νεωτερικῶςadv with the impetuositynaivety of youthPlu.

ShortDef

natural to a youth, youthful

Debugging

Headword:
νεωτερικός
Headword (normalized):
νεωτερικός
Headword (normalized/stripped):
νεωτερικος
IDX:
27133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27134
Key:
νεωτερικός

Data

{'headword_display': '<b>νεωτερικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>νεωτερικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of education</Indic><Tr>in one's youth</Tr><Au>Plb.</Au></aS1> <aS1><Indic>of behaviour, ambitions</Indic><Tr>youthful</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>νεωτερικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>with the impetuosity<or/>naivety of youth</Tr><Au>Plu.</Au></advS1> </Adv></AE>", 'key': 'νεωτερικός'}