Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἴθων
αἰκ
αἰκάλλω
αἰκέλιος
ἀικέως
ᾱ̓ῑκή
αἰκής
αἴλινον
αἷμα
αἱμακουρίᾱ
αἱμακτός
αἱμάς
αἱμασιᾱ́
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματίζω
αἱματόεις
αἱματολοιχός
View word page
αἱμακτός
αἱμακτόςή όνadjαἱμάσσωof drops of lustral water, sprinkled before a sacrificeportending bloodbloody, deadlyE.

ShortDef

mingled with blood, of blood

Debugging

Headword:
αἱμακτός
Headword (normalized):
αἱμακτός
Headword (normalized/stripped):
αιμακτος
IDX:
2711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2712
Key:
αἱμακτός

Data

{'headword_display': '<b>αἱμακτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἱμακτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αἱμάσσω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of drops of lustral water, sprinkled before a sacrifice</Indic><Def>portending blood</Def><Tr>bloody, deadly</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἱμακτός'}