Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεότομος
νεοτρεφής
νεότροφος
νεοττεύω
νεόττιον
νεοττοτροφέομαι
νεουργής
νεουργός
νεούτατος
νεόφονος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόω
νέποδες
νέρθε(ν)
νέρτερος
νέρτος
Νέστωρ
νεῦμα
νεύμεθα
View word page
νεο-χάρακτος
νεο-χάρακτοςονadjχαράσσω of footprintsnewly imprintedfreshS.

ShortDef

newly imprinted

Debugging

Headword:
νεοχάρακτος
Headword (normalized):
νεοχάρακτος
Headword (normalized/stripped):
νεοχαρακτος
IDX:
27081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27082
Key:
νεοχάρακτος

Data

{'headword_display': '<b>νεο-χάρακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεο-χάρακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χαράσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of footprints</Indic><Def>newly imprinted</Def><Tr>fresh</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεοχάρακτος'}