Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότροφος
νεοττεύω
νεόττιον
νεοττοτροφέομαι
νεουργής
νεουργός
νεούτατος
νεόφονος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόω
νέποδες
νέρθε(ν)
νέρτερος
View word page
νεουργής
νεουργήςέςadjνέοςἔργον of a shoenewly madePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεουργής
Headword (normalized):
νεουργής
Headword (normalized/stripped):
νεουργης
IDX:
27077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27078
Key:
νεουργής

Data

{'headword_display': '<b>νεουργής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεουργής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νέος</Ref><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a shoe</Indic><Tr>newly made</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεουργής'}