Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότροφος
νεοττεύω
νεόττιον
νεοττοτροφέομαι
νεουργής
νεουργός
νεούτατος
νεόφονος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόω
νέποδες
νέρθε(ν)
View word page
νεοττοτροφέομαι
νεοττοτροφέομαιAtt.pass.contr.vbτρέφω fig., of a sonbe looked after as a fledglingAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοττοτροφέομαι
Headword (normalized):
νεοττοτροφέομαι
Headword (normalized/stripped):
νεοττοτροφεομαι
IDX:
27076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27077
Key:
νεοττοτροφέομαι

Data

{'headword_display': '<b>νεοττοτροφέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>νεοττοτροφέομαι</HL><PS>Att.pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>fig., of a son</Indic><Tr>be looked after as a fledgling</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'νεοττοτροφέομαι'}