Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοσύλλογος
νεοσφαγής
νεότᾱς
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότροφος
νεοττεύω
νεόττιον
νεοττοτροφέομαι
νεουργής
νεουργός
νεούτατος
νεόφονος
νεοχάρακτος
νεοχμός
View word page
νεο-τρεφής
νεο-τρεφήςέςadjτρέφω of boysnewly rearedyoungE.

ShortDef

newly reared

Debugging

Headword:
νεοτρεφής
Headword (normalized):
νεοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
νεοτρεφης
IDX:
27072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27073
Key:
νεοτρεφής

Data

{'headword_display': '<b>νεο-τρεφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεο-τρεφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of boys</Indic><Def>newly reared</Def><Tr>young</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεοτρεφής'}