Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιᾱ́
νεοσσός
νεόστροφος
νεοσύλλεκτος
νεοσύλλογος
νεοσφαγής
νεότᾱς
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότροφος
νεοττεύω
νεόττιον
νεοττοτροφέομαι
View word page
νεό-τευκτος
νεό-τευκτοςονadjτεύχω of metalnewly wroughtIl.

ShortDef

newly wrought

Debugging

Headword:
νεότευκτος
Headword (normalized):
νεότευκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοτευκτος
IDX:
27066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27067
Key:
νεότευκτος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-τευκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-τευκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τεύχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of metal</Indic><Tr>newly wrought</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεότευκτος'}