Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νέος
νεοσῑ́γαλος
νεόσμηκτος
νεοσπαδής
νεοσπάς
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιᾱ́
νεοσσός
νεόστροφος
νεοσύλλεκτος
νεοσύλλογος
νεοσφαγής
νεότᾱς
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
View word page
νεο-σύλλεκτος
νεο-σύλλεκτοςονadjσυλλέγω of troopsnewly enlistedPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοσύλλεκτος
Headword (normalized):
νεοσύλλεκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοσυλλεκτος
IDX:
27061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27062
Key:
νεοσύλλεκτος

Data

{'headword_display': '<b>νεο-σύλλεκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεο-σύλλεκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συλλέγω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of troops</Indic><Tr>newly enlisted</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεοσύλλεκτος'}