Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεός
νέος
νεοσῑ́γαλος
νεόσμηκτος
νεοσπαδής
νεοσπάς
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιᾱ́
νεοσσός
νεόστροφος
νεοσύλλεκτος
νεοσύλλογος
νεοσφαγής
νεότᾱς
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
View word page
νεό-στροφος
νεό-στροφοςονadjστρέφω of a bowstring, app. made of separate strandsnewly twistedin preparation for useIl.

ShortDef

newly twisted

Debugging

Headword:
νεόστροφος
Headword (normalized):
νεόστροφος
Headword (normalized/stripped):
νεοστροφος
IDX:
27060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27061
Key:
νεόστροφος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-στροφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-στροφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bowstring, app. made of separate strands</Indic><Tr>newly twisted<Expl>in preparation for use</Expl></Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόστροφος'}