Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νέορτος
νεός
νεός
νέος
νεοσῑ́γαλος
νεόσμηκτος
νεοσπαδής
νεοσπάς
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιᾱ́
νεοσσός
νεόστροφος
νεοσύλλεκτος
νεοσύλλογος
νεοσφαγής
νεότᾱς
View word page
νεο-σπαδής
νεο-σπαδήςέςadjσπάω of a swordfreshly drawnA.

ShortDef

newly drawn

Debugging

Headword:
νεοσπαδής
Headword (normalized):
νεοσπαδής
Headword (normalized/stripped):
νεοσπαδης
IDX:
27054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27055
Key:
νεοσπαδής

Data

{'headword_display': '<b>νεο-σπαδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεο-σπαδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sword</Indic><Tr>freshly drawn</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεοσπαδής'}