Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόπρῑστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νέορτος
νεός
νεός
νέος
νεοσῑ́γαλος
νεόσμηκτος
νεοσπαδής
νεοσπάς
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιᾱ́
νεοσσός
νεόστροφος
νεοσύλλεκτος
νεοσύλλογος
νεοσφαγής
View word page
νεό-σμηκτος
νεό-σμηκτοςονadjσμήχω of armournewly polishedburnishedIl. Plu.of knucklebonesCall.

ShortDef

newly cleaned

Debugging

Headword:
νεόσμηκτος
Headword (normalized):
νεόσμηκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοσμηκτος
IDX:
27053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27054
Key:
νεόσμηκτος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-σμηκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-σμηκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σμήχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of armour</Indic><Tr>newly polished<or/>burnished</Tr><Au>Il. Plu.</Au><aS2><Indic>of knucklebones</Indic><Au>Call.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'νεόσμηκτος'}