Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοπρεπής
νεόπρῑστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νέορτος
νεός
νεός
νέος
νεοσῑ́γαλος
νεόσμηκτος
νεοσπαδής
νεοσπάς
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιᾱ́
νεοσσός
νεόστροφος
νεοσύλλεκτος
νεοσύλλογος
View word page
νεο-σῑ́γαλος
νεο-σῑ́γαλοςονadjreltd.σῑγαλόεις of a poetic techniquesparkling newPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοσῑ́γαλος
Headword (normalized):
νεοσῑ́γαλος
Headword (normalized/stripped):
νεοσιγαλος
IDX:
27052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27053
Key:
νεοσῑ́γαλος

Data

{'headword_display': '<b>νεο-σῑ́γαλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεο-σῑ́γαλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>σῑγαλόεις</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a poetic technique</Indic><Tr>sparkling new</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεοσῑ́γαλος'}