Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόποκος
νεόπολις
νεοπολῑ́της
νεοπρεπής
νεόπρῑστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νέορτος
νεός
νεός
νέος
νεοσῑ́γαλος
νεόσμηκτος
νεοσπαδής
νεοσπάς
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιᾱ́
νεοσσός
View word page
νεός1
νεός1fseeνειός

ShortDef

fallow

Debugging

Headword:
νεός
Headword (normalized):
νεός
Headword (normalized/stripped):
νεος
IDX:
27049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27050
Key:
νεός_1

Data

{'headword_display': '<b>νεός</b><sup>1</sup>', 'content': '<XE><HG><HL>νεός<Hm>1</Hm></HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>νειός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νεός_1'}