Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰθριοκοιτέω
αἴθριος
αἶθρος
αἴθυγμα
αἴθυια
αἰθύσσω
αἴθω
αἴθων
αἰκ
αἰκάλλω
αἰκέλιος
ἀικέως
ᾱ̓ῑκή
αἰκής
αἴλινον
αἷμα
αἱμακουρίᾱ
αἱμακτός
αἱμάς
αἱμασιᾱ́
αἱμασιώδης
View word page
αἰκέλιος
αἰκέλιοςadjseeᾀκέλιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἰκέλιος
Headword (normalized):
αἰκέλιος
Headword (normalized/stripped):
αικελιος
IDX:
2704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2705
Key:
αἰκέλιος

Data

{'headword_display': '<b>αἰκέλιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>αἰκέλιος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ᾀκέλιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'αἰκέλιος'}