Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοπαθής
νεοπενθής
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολῑ́της
νεοπρεπής
νεόπρῑστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νέορτος
νεός
νεός
νέος
νεοσῑ́γαλος
νεόσμηκτος
νεοσπαδής
νεοσπάς
View word page
νεόπτολις
νεόπτολιςep.masc.fem.adjseeνεόπολις

ShortDef

newly-founded

Debugging

Headword:
νεόπτολις
Headword (normalized):
νεόπτολις
Headword (normalized/stripped):
νεοπτολις
IDX:
27045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27046
Key:
νεόπτολις

Data

{'headword_display': '<b>νεόπτολις</b>', 'content': '<XE><HG><HL>νεόπτολις</HL><PS>ep.masc.fem.adj</PS></HG><XR>see<Ref>νεόπολις</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νεόπτολις'}