Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεομηνίᾱ
νεοπαθής
νεοπενθής
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολῑ́της
νεοπρεπής
νεόπρῑστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νέορτος
νεός
νεός
νέος
νεοσῑ́γαλος
νεόσμηκτος
νεοσπαδής
View word page
Νεοπτόλεμος
Νεοπτόλεμοςουm Neoptolemosalso called Pyrrhos, son of AchillesHom. Pi. S. E. Pl. Arist. Plu.

ShortDef

Neoptolemus, ‘new-warrior’

Debugging

Headword:
Νεοπτόλεμος
Headword (normalized):
νεοπτόλεμος
Headword (normalized/stripped):
νεοπτολεμος
IDX:
27044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27045
Key:
Νεοπτόλεμος

Data

{'headword_display': '<b>Νεοπτόλεμος</b>', 'content': '<PNE><HG><HL>Νεοπτόλεμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <S1><Tr>Neoptolemos<Expl>also called Pyrrhos, son of Achilles</Expl></Tr><Au>Hom. Pi. S. E. Pl. Arist. Plu.</Au> </S1> </PNE>', 'key': 'Νεοπτόλεμος'}