Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νέομαι
νεομηνίᾱ
νεοπαθής
νεοπενθής
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολῑ́της
νεοπρεπής
νεόπρῑστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νέορτος
νεός
νεός
νέος
νεοσῑ́γαλος
νεόσμηκτος
View word page
νεό-πρῑστος
νεό-πρῑστοςονadjπρῑστός of ivorynewly sawncarvedOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεόπρῑστος
Headword (normalized):
νεόπρῑστος
Headword (normalized/stripped):
νεοπριστος
IDX:
27043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27044
Key:
νεόπρῑστος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-πρῑστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-πρῑστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρῑστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ivory</Indic><Tr>newly sawn<or/>carved</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόπρῑστος'}