Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόκτονος
νεολαίᾱ
νεόλεκτρος
νεόλλουτος
νέομαι
νεομηνίᾱ
νεοπαθής
νεοπενθής
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολῑ́της
νεοπρεπής
νεόπρῑστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νέορτος
νεός
View word page
νεό-ποκος
νεό-ποκοςονadjπόκος of woolnewly shornS.

ShortDef

newly shorn

Debugging

Headword:
νεόποκος
Headword (normalized):
νεόποκος
Headword (normalized/stripped):
νεοποκος
IDX:
27039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27040
Key:
νεόποκος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-ποκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-ποκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόκος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of wool</Indic><Tr>newly shorn</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόποκος'}