Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόκτιτος
νεόκτονος
νεολαίᾱ
νεόλεκτρος
νεόλλουτος
νέομαι
νεομηνίᾱ
νεοπαθής
νεοπενθής
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολῑ́της
νεοπρεπής
νεόπρῑστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νέορτος
View word page
νεό-πλυτος
νεό-πλυτοςονadjπλῡ́νω of clothingnewly washedOd. Hdt.

ShortDef

newly washen

Debugging

Headword:
νεόπλυτος
Headword (normalized):
νεόπλυτος
Headword (normalized/stripped):
νεοπλυτος
IDX:
27038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27039
Key:
νεόπλυτος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-πλυτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-πλυτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλῡ́νω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of clothing</Indic><Tr>newly washed</Tr><Au>Od. Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόπλυτος'}