Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκρᾱ́ς
νεόκροτος
νεόκτιστος
νεόκτιτος
νεόκτονος
νεολαίᾱ
νεόλεκτρος
νεόλλουτος
νέομαι
νεομηνίᾱ
νεοπαθής
νεοπενθής
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολῑ́της
νεοπρεπής
View word page
νεό-λλουτος
νεό-λλουτοςονep.adjλούω of a babyfreshly bathedhHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεόλλουτος
Headword (normalized):
νεόλλουτος
Headword (normalized/stripped):
νεολλουτος
IDX:
27032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27033
Key:
νεόλλουτος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-λλουτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-λλουτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>λούω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a baby</Indic><Tr>freshly bathed</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόλλουτος'}