Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκρᾱ́ς
νεόκροτος
νεόκτιστος
νεόκτιτος
νεόκτονος
νεολαίᾱ
νεόλεκτρος
νεόλλουτος
νέομαι
νεομηνίᾱ
νεοπαθής
νεοπενθής
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολῑ́της
View word page
νεό-λεκτρος
νεό-λεκτροςονadjλέκτρον of womennewly marriedA.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεόλεκτρος
Headword (normalized):
νεόλεκτρος
Headword (normalized/stripped):
νεολεκτρος
IDX:
27031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27032
Key:
νεόλεκτρος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-λεκτρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-λεκτρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λέκτρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of women</Indic><Tr>newly married</Tr><Au>A.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόλεκτρος'}