Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκρᾱ́ς
νεόκροτος
νεόκτιστος
νεόκτιτος
νεόκτονος
νεολαίᾱ
νεόλεκτρος
νεόλλουτος
νέομαι
νεομηνίᾱ
νεοπαθής
νεοπενθής
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
View word page
νεό-κτονος
νεό-κτονοςονadjκτείνω of a warriorrecently killedPi.

ShortDef

lately

Debugging

Headword:
νεόκτονος
Headword (normalized):
νεόκτονος
Headword (normalized/stripped):
νεοκτονος
IDX:
27029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27030
Key:
νεόκτονος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-κτονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-κτονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτείνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a warrior</Indic><Tr>recently killed</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόκτονος'}