Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοίη
νέοικος
νεοῖν
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκρᾱ́ς
νεόκροτος
νεόκτιστος
νεόκτιτος
νεόκτονος
νεολαίᾱ
νεόλεκτρος
νεόλλουτος
νέομαι
νεομηνίᾱ
νεοπαθής
νεοπενθής
View word page
νεό-κροτος
νεό-κροτοςονadjκρότος of victory in a chariot-racebringing fresh applauseB.

ShortDef

greeted with fresh applause

Debugging

Headword:
νεόκροτος
Headword (normalized):
νεόκροτος
Headword (normalized/stripped):
νεοκροτος
IDX:
27026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27027
Key:
νεόκροτος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-κροτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-κροτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρότος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of victory in a chariot-race</Indic><Tr>bringing fresh applause</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόκροτος'}