Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόθρεπτος
νεοίη
νέοικος
νεοῖν
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκρᾱ́ς
νεόκροτος
νεόκτιστος
νεόκτιτος
νεόκτονος
νεολαίᾱ
νεόλεκτρος
νεόλλουτος
νέομαι
νεομηνίᾱ
νεοπαθής
View word page
νεο-κρᾱ́ς
νεο-κρᾱ́ςᾶτοςmκεράννῡμι newly mixed bowlof wineA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοκρᾱ́ς
Headword (normalized):
νεοκρᾱ́ς
Headword (normalized/stripped):
νεοκρας
IDX:
27025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27026
Key:
νεοκρᾱ́ς

Data

{'headword_display': '<b>νεο-κρᾱ́ς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νεο-κρᾱ́ς</HL><Infl>ᾶτος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κεράννῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>newly mixed bowl<Expl>of wine</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νεοκρᾱ́ς'}