Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοθνής
νεόθρεπτος
νεοίη
νέοικος
νεοῖν
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκρᾱ́ς
νεόκροτος
νεόκτιστος
νεόκτιτος
νεόκτονος
νεολαίᾱ
νεόλεκτρος
νεόλλουτος
νέομαι
νεομηνίᾱ
View word page
νεό-κοτος
νεό-κοτοςονadjκότος of troubles, an eventbringing new distressA.

ShortDef

new and strange, unheard of

Debugging

Headword:
νεόκοτος
Headword (normalized):
νεόκοτος
Headword (normalized/stripped):
νεοκοτος
IDX:
27024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27025
Key:
νεόκοτος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-κοτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-κοτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κότος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of troubles, an event</Indic><Tr>bringing new distress</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόκοτος'}