Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοθηλής
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεοίη
νέοικος
νεοῖν
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκρᾱ́ς
νεόκροτος
νεόκτιστος
νεόκτιτος
νεόκτονος
νεολαίᾱ
νεόλεκτρος
νεόλλουτος
νέομαι
View word page
νεό-κοπτος
νεό-κοπτοςονadjκόπτω of a millstonefreshly sharpenedAr.

ShortDef

fresh-chiselled

Debugging

Headword:
νεόκοπτος
Headword (normalized):
νεόκοπτος
Headword (normalized/stripped):
νεοκοπτος
IDX:
27023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27024
Key:
νεόκοπτος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-κοπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-κοπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a millstone</Indic><Tr>freshly sharpened</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόκοπτος'}