Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοθηλής
νεοθηλής
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεοίη
νέοικος
νεοῖν
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκρᾱ́ς
νεόκροτος
νεόκτιστος
νεόκτιτος
νεόκτονος
νεολαίᾱ
νεόλεκτρος
νεόλλουτος
View word page
νεό-κμητος
νεό-κμητοςονadjκάμνω of a corpsenewly deadE.

ShortDef

just slain

Debugging

Headword:
νεόκμητος
Headword (normalized):
νεόκμητος
Headword (normalized/stripped):
νεοκμητος
IDX:
27022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27023
Key:
νεόκμητος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-κμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-κμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κάμνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a corpse</Indic><Tr>newly dead</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόκμητος'}