Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόθηκτος
νεοθηλής
νεοθηλής
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεοίη
νέοικος
νεοῖν
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκρᾱ́ς
νεόκροτος
νεόκτιστος
νεόκτιτος
νεόκτονος
νεολαίᾱ
νεόλεκτρος
View word page
νεό-κλωστος
νεό-κλωστοςονadjκλωστός of a sword-beltnewly wovenTheoc.

ShortDef

fresh spun

Debugging

Headword:
νεόκλωστος
Headword (normalized):
νεόκλωστος
Headword (normalized/stripped):
νεοκλωστος
IDX:
27021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27022
Key:
νεόκλωστος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-κλωστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-κλωστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κλωστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sword-belt</Indic><Tr>newly woven</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόκλωστος'}