Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεοθηλής
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεοίη
νέοικος
νεοῖν
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκρᾱ́ς
νεόκροτος
νεόκτιστος
νεόκτιτος
νεόκτονος
View word page
νεο-κατάστατος
νεο-κατάστατοςονadjκαθίστημι of peoplenewly settledin a landTh.

ShortDef

newly settled

Debugging

Headword:
νεοκατάστατος
Headword (normalized):
νεοκατάστατος
Headword (normalized/stripped):
νεοκαταστατος
IDX:
27019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27020
Key:
νεοκατάστατος

Data

{'headword_display': '<b>νεο-κατάστατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεο-κατάστατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καθίστημι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of people</Indic><Tr>newly settled<Expl>in a land</Expl></Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεοκατάστατος'}