Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοζυγής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοθᾱλής
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεοθηλής
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεοίη
νέοικος
νεοῖν
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκρᾱ́ς
View word page
νεό-θρεπτος
νεό-θρεπτοςονadjτρέφω of vine-shootsnewly plantedAR.

ShortDef

newly grown

Debugging

Headword:
νεόθρεπτος
Headword (normalized):
νεόθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
νεοθρεπτος
IDX:
27015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27016
Key:
νεόθρεπτος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-θρεπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-θρεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of vine-shoots</Indic><Tr>newly planted</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόθρεπτος'}