Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοδμής
νεόδμητος
νεόδρεπτος
νεόδροπος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοθᾱλής
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεοθηλής
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεοίη
νέοικος
νεοῖν
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεόκλωστος
View word page
νεό-θηκτος
νεό-θηκτοςονadjθηκτός of knivesnewly sharpenedPlu.

ShortDef

newly whetted

Debugging

Headword:
νεόθηκτος
Headword (normalized):
νεόθηκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοθηκτος
IDX:
27011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27012
Key:
νεόθηκτος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-θηκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-θηκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θηκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of knives</Indic><Tr>newly sharpened</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόθηκτος'}