Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόδμᾱτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδρεπτος
νεόδροπος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοθᾱλής
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεοθηλής
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεοίη
νέοικος
νεοῖν
νεοκατάστατος
νεοκηδής
View word page
νεο-θηγής
νεο-θηγήςέςadjθήγω of a sicklenewly sharpenedAR.

ShortDef

newly whetted

Debugging

Headword:
νεοθηγής
Headword (normalized):
νεοθηγής
Headword (normalized/stripped):
νεοθηγης
IDX:
27010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27011
Key:
νεοθηγής

Data

{'headword_display': '<b>νεο-θηγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεο-θηγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θήγω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sickle</Indic><Tr>newly sharpened</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεοθηγής'}