Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεοδᾱμώδεις
νεόδαρτος
νεόδμᾱτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδρεπτος
νεόδροπος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοθᾱλής
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεοθηλής
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεοίη
νέοικος
νεοῖν
View word page
νεοθᾱλής
νεοθᾱλήςdial.adjseeνεοθηλής1

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοθᾱλής
Headword (normalized):
νεοθᾱλής
Headword (normalized/stripped):
νεοθαλης
IDX:
27008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27009
Key:
νεοθᾱλής

Data

{'headword_display': '<b>νεοθᾱλής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>νεοθᾱλής</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>νεοθηλής<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'νεοθᾱλής'}