Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόγραπτος
νεόγυιος
νεοδᾱμώδεις
νεόδαρτος
νεόδμᾱτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδρεπτος
νεόδροπος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοθᾱλής
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεοθηλής
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεοίη
View word page
νεό-ζυγος
νεό-ζυγοςονadj of a bridenewly marriedE.

ShortDef

newly yoked; newly married

Debugging

Headword:
νεόζυγος
Headword (normalized):
νεόζυγος
Headword (normalized/stripped):
νεοζυγος
IDX:
27006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27007
Key:
νεόζυγος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-ζυγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-ζυγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a bride</Indic><Tr>newly married</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόζυγος'}