Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγυιος
νεοδᾱμώδεις
νεόδαρτος
νεόδμᾱτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδρεπτος
νεόδροπος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοθᾱλής
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεοθηλής
νεοθνής
νεόθρεπτος
View word page
νεο-ζυγής
νεο-ζυγήςέςadjζεύγνῡμι of a coltnewly harnessedA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοζυγής
Headword (normalized):
νεοζυγής
Headword (normalized/stripped):
νεοζυγης
IDX:
27005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27006
Key:
νεοζυγής

Data

{'headword_display': '<b>νεο-ζυγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεο-ζυγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ζεύγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a colt</Indic><Tr>newly harnessed</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεοζυγής'}