Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγυιος
νεοδᾱμώδεις
νεόδαρτος
νεόδμᾱτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδρεπτος
νεόδροπος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοθᾱλής
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεοθηλής
νεοθνής
View word page
νεό-δροπος
νεό-δροποςονadj of boughsfreshly gatheredA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεόδροπος
Headword (normalized):
νεόδροπος
Headword (normalized/stripped):
νεοδροπος
IDX:
27004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27005
Key:
νεόδροπος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-δροπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-δροπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of boughs</Indic><Tr>freshly gathered</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόδροπος'}