Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεογενής
νεογιλλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγυιος
νεοδᾱμώδεις
νεόδαρτος
νεόδμᾱτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδρεπτος
νεόδροπος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοθᾱλής
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
View word page
νεό-δμητος
νεό-δμητοςονadj of a girlnewly wonas a brideE.

ShortDef

newly tamed, wedded
new-built

Debugging

Headword:
νεόδμητος
Headword (normalized):
νεόδμητος
Headword (normalized/stripped):
νεοδμητος
IDX:
27002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27003
Key:
νεόδμητος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-δμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-δμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a girl</Indic><Tr>newly won<Expl>as a bride</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόδμητος'}