Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νένασμαι
νενίηλος
νένιμμαι
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγυιος
νεοδᾱμώδεις
νεόδαρτος
νεόδμᾱτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδρεπτος
νεόδροπος
νεοζυγής
νεόζυγος
View word page
νεό-γραπτος
νεό-γραπτοςονadjγραπτός of a bridal chambernewly paintedTheoc.

ShortDef

newly painted

Debugging

Headword:
νεόγραπτος
Headword (normalized):
νεόγραπτος
Headword (normalized/stripped):
νεογραπτος
IDX:
26996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26997
Key:
νεόγραπτος

Data

{'headword_display': '<b>νεό-γραπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεό-γραπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γραπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bridal chamber</Indic><Tr>newly painted</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεόγραπτος'}