Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νέμησις
νέμος
νέμω
νένασμαι
νενίηλος
νένιμμαι
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγυιος
νεοδᾱμώδεις
νεόδαρτος
νεόδμᾱτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδρεπτος
View word page
νεογιλλός
νεογιλλόςv.l.νεογῑλόςή όνadjof a puppy, babynewborn, very youngOd. Theoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεογιλλός
Headword (normalized):
νεογιλλός
Headword (normalized/stripped):
νεογιλλος
IDX:
26993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26994
Key:
νεογιλλός

Data

{'headword_display': '<b>νεογιλλός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νεογιλλός<VL><Lbl>v.l.</Lbl><FmHL>νεογῑλός</FmHL></VL></HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a puppy, baby</Indic><Tr>newborn, very young</Tr><Au>Od. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νεογιλλός'}