Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσάω
νεμέτωρ
νέμησις
νέμος
νέμω
νένασμαι
νενίηλος
νένιμμαι
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγυιος
νεοδᾱμώδεις
νεόδαρτος
View word page
νεοάλωτος
νεοάλωτοςadjseeνεάλωτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοάλωτος
Headword (normalized):
νεοάλωτος
Headword (normalized/stripped):
νεοαλωτος
IDX:
26989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26990
Key:
νεοάλωτος

Data

{'headword_display': '<b>νεοάλωτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>νεοάλωτος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>νεάλωτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νεοάλωτος'}