Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεμεσητικός
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσάω
νεμέτωρ
νέμησις
νέμος
νέμω
νένασμαι
νενίηλος
νένιμμαι
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγυιος
View word page
νενίηλος
νενίηλοςονadj of personsapp.foolishCall.

ShortDef

foolish, silly

Debugging

Headword:
νενίηλος
Headword (normalized):
νενίηλος
Headword (normalized/stripped):
νενιηλος
IDX:
26987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26988
Key:
νενίηλος

Data

{'headword_display': '<b>νενίηλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>νενίηλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>foolish</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'νενίηλος'}