Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεμεσήμων
νεμεσητικός
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσάω
νεμέτωρ
νέμησις
νέμος
νέμω
νένασμαι
νενίηλος
νένιμμαι
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
View word page
νένασμαι
νένασμαιpf.pass.seeνάσσω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νένασμαι
Headword (normalized):
νένασμαι
Headword (normalized/stripped):
νενασμαι
IDX:
26986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26987
Key:
νένασμαι

Data

{'headword_display': '<b>νένασμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>νένασμαι<LblR>pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>νάσσω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'νένασμαι'}