Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεμεσάω
Νεμέσεια
νεμεσήμων
νεμεσητικός
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσάω
νεμέτωρ
νέμησις
νέμος
νέμω
νένασμαι
νενίηλος
νένιμμαι
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλλός
νεογνός
View word page
νέμος
νέμοςεοςn grove, thicketIl. pastureS.

ShortDef

a wooded pasture, glade

Debugging

Headword:
νέμος
Headword (normalized):
νέμος
Headword (normalized/stripped):
νεμος
IDX:
26984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26985
Key:
νέμος

Data

{'headword_display': '<b>νέμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>νέμος</HL><Infl>εος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>grove, thicket</Tr><Au>Il.</Au></nS1> <nS1><Tr>pasture</Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'νέμος'}