Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νεκροφόρος
νεκρόω
νεκρώδης
νέκταρ
νεκτάρεος
νέκυια
νεκυομαντεῖον
νέκυς
νεκύσια
Νεμέᾱ
νεμέθομαι
νεμεσάω
Νεμέσεια
νεμεσήμων
νεμεσητικός
νεμεσητός
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσσάω
νεμέτωρ
νέμησις
View word page
νεμέθομαι
νεμέθομαιmid.vbνέμωep.3pl.impf.
νεμέθοντο
of doves, represented on a cupbe feeding Il.

ShortDef

feed

Debugging

Headword:
νεμέθομαι
Headword (normalized):
νεμέθομαι
Headword (normalized/stripped):
νεμεθομαι
IDX:
26973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26974
Key:
νεμέθομαι

Data

{'headword_display': '<b>νεμέθομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>νεμέθομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>νέμω</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.impf.</Lbl><Form>νεμέθοντο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of doves, represented on a cup</Indic><Tr>be feeding</Tr> <Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'νεμέθομαι'}