Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νειάτιος
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλοθερής
Νεῖλος
νεῖμα
νειόθεν
νειόθι
νεῖον
νειοποιέω
νειός
νεῖρα
νεῖσθε
νείφω
νεκάδες
νεκροδέγμων
νεκροθήκη
νεκροπομπός
νεκρός
νεκροσῡλίᾱ
View word page
νειοποιέω
νειοποιέωcontr.vb of farmerswork fallowuncultivated landX.

ShortDef

to take a green crop off

Debugging

Headword:
νειοποιέω
Headword (normalized):
νειοποιέω
Headword (normalized/stripped):
νειοποιεω
IDX:
26952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26953
Key:
νειοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>νειοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>νειοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of farmers</Indic><Tr>work fallow<or/>uncultivated land</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'νειοποιέω'}