Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

νέηλυς
νεηνίης
νεήφατος
νεί
νεῖαι
νείαιρα
νειάτιος
νεικεστήρ
νεικέω
νεῖκος
Νειλοθερής
Νεῖλος
νεῖμα
νειόθεν
νειόθι
νεῖον
νειοποιέω
νειός
νεῖρα
νεῖσθε
νείφω
View word page
Νειλοθερής
Νειλοθερήςadjseeεἱλοθερής

ShortDef

burnt by the Nile

Debugging

Headword:
Νειλοθερής
Headword (normalized):
νειλοθερής
Headword (normalized/stripped):
νειλοθερης
IDX:
26946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26947
Key:
Νειλοθερής

Data

{'headword_display': '<b>Νειλοθερής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Νειλοθερής</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>εἱλοθερής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Νειλοθερής'}