Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπορραίνω
ἀπορραίω
ἀπορραντήριον
ἀπορράπτω
ἀπορρᾱ́σσω
ἀπορραψῳδέω
ἀπορρέω
ἀπόρρηγμα
ἀπορρήγνῡμι
ἀπορρηθῆναι
ἀπόρρημα
ἀπόρρησις
ἀπόρρητος
ἀπορρῑγέω
ἀπορρῑ́πτω
ἀπορροή
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
ἀπόρρους
ἀπορρυπαίνομαι
ἀπορρύπτομαι
View word page
ἀπόρρημα
ἀπόρρημαατοςnἀπείρω prohibitionPl.

ShortDef

prohibition

Debugging

Headword:
ἀπόρρημα
Headword (normalized):
ἀπόρρημα
Headword (normalized/stripped):
απορρημα
IDX:
268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-269
Key:
ἀπόρρημα

Data

{'headword_display': '<b>ἀπόρρημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπόρρημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἀπείρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>prohibition</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπόρρημα'}